Σελίδα
|
Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ (30.4.2004)
ΜΕΣΟΓΑΙΑΣ ΚΑΙ ΛΑΥΡΕΩΤΙΚΗΣ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ
πατρός ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΧΑΤΖΗΝΙΚΟΛΑΟΥ - Σελ. 4η
΄Εχει ιστορία που το αίμα της περνάει από του καθενός μας
την καρδιά. Στηρίζει το γένος όχι εθνικά, αλλά πνευματικά.
Πέρασε από μακροχρόνιους διωγμούς και μαρτύρια όσο καμία ίσως
άλλη Εκκλησία και μέχρι σήμερα παραμένει όρθιο. Ο Θεός το
κράτησε. Είναι το καλύτερο δώρο Του σε μας. Η πορεία του αποτελεί
ένα θαύμα που για αιώνες τροφοδοτεί την πίστη. Η οικουμενικότητά
του το ίδιο. Και σήμερα αυτή αποτελεί την πιο σίγουρη, την
πιο εγγυημένη, την πιο εμπειρικά επαληθευμένη και δοκιμασμένη,
την πιο αληθινή Ορθόδοξη απάντηση στην πρόκληση της παγκοσμιοποίησης
των κοινωνιών και τον κίνδυνο της βατικανοποίησης των εκκλησιών
μας. ΄Οσο πιο Οικουμενικό είναι το Πατριαρχείο μας, όσο πιο
έξω από τα μέτρα, τις πολιτικές και τις αντιλήψεις μας, τόσο
πιο συνοδική γίνεται η Εκκλησία μας, τόσο πιο μέσα στην πίστη
και στην ίδια μας την υπόσταση ανακαλύπτουμε την εν Χριστώ
δόξα του. Το Πατριαρχείο μας είναι Οικουμενικό για να αγκαλιάζει
όλους, να συγχωρεί όλα, να ενώνει τους πάντας και τα πάντα.
Αυτά τα βιώματα προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο μας αυτή τη
στιγμή καταθέτω ως ομολογία, ως βεβαιωμένη μαρτυρία και ως
το καλύτερο δώρο μου καθώς, από ‘δω κι’ εμπρός, η λειτουργική
αναφορά μου περνάει μέσα από την πολυαγαπημένη μου Εκκλησία
της Ελλάδος. Στη δική της αγκαλιά, στη δική της πνευματική
ατμόσφαιρα και ευθύνη κι’ εγώ και οι περισσότεροι από εμάς
γεννηθήκαμε και μεγαλώσαμε εν Χριστώ. Αυτής την παράδοση γευθήκαμε,
στα δικά της πρόσωπα οφείλουμε την ευγνωμοσύνη, αυτήν αισθανόμαστε
ως μάνα μας. Αυτή και σε μένα έδωσε τη χάρη της ιερωσύνης.
Και τώρα Αυτής η Σύνοδος με εξέλεξε. Αυτής ο Αρχιεπίσκοπος
και οι ιεράρχες αυτήν τη στιγμή αναλαμβάνουν την ευθύνη ενώπιον
του Θεού να εμπιστευθούν τη χάρη της αρχιερωσύνης επάνω μου.
Η καρδιά μου πλέον καλείται να ζήσει το μυστήριο της ενότητος.
Οι δύο Εκκλησίες είναι μία. Καλείται να μεταβεί από τον εμπαθή
ορθολογισμό του ανήκειν στην πνευματική λογική του κοινωνείν,
από τη στενοκαρδία των δικαιωμάτων, των διεκδικήσεων, των
διαμαρτυριών, των συμφωνιών και διαφωνιών στη φωτεινή εμπειρία
του «ίνα πάντες εν ώσιν» και της ευλογίας του «τη τιμή αλλήλους
προηγούμενοι». Μου είναι αδύνατον αυτήν τη στιγμή μέσα στο
φόντο της θυσίας του Κυρίου, της συγκαταβάσεως και κενώσεώς
Του, πάνω στο επίπεδο του μυστηρίου, της διδασκαλίας και της
ζωής της Εκκλησίας μας, μέσα στην ατμόσφαιρα του πόνου, της
δίψας και των αναγκών των συνανθρώπων μας και των επιταγών
της εποχής μας να διακρίνω τη διαφορά της Κωνσταντινουπόλεως
από την Αθήνα, να αισθανθώ την ψύχρα του «εμείς» κι’ «εσείς»,
να διακρίνω την κατά Χριστόν αλήθεια πίσω από λογικές, επιχειρήματα,
αγώνες ή και εγκόσμιες συμφωνίες, να αντιληφθώ την απόσταση
κάποιων εν Χριστώ αδελφών μας, να πιστέψω πως κάποιοι έχουν
περισσότερο δίκαιο από κάποιους άλλους που δυσκολεύονται να
το ομολογήσουν. Αισθάνομαι πως, αν η αγωνία μας είναι να τα
βρούμε με το Θεό, τότε πολύ εύκολα τα βρίσκουμε και μεταξύ
μας. Στη Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία όλοι
είμαστε αμαρτωλοί μεν αδελφοί, αλλά αμοιβαίως εμπιστευόμενοι.
Και τα προβλήματα τα λύνουν η δική μας ταπείνωση, η ανωτερότητα
του άλλου και η εμπιστοσύνη αμφοτέρων. Με γνώμονα αυτήν τη
λογική, διακρίνω τη μεγάλη ευθύνη μου να αγωνισθώ να ειρηνεύσει
η Εκκλησία. Να βγούμε κερδισμένοι όλοι. ΄Οχι να βρεί το δίκιο
του αυτός που το έχει. Αλλά να αποδεχθεί την αδικία αυτός
που ίσως δεν ευθύνεται για κάτι. Στην Εκκλησία εγώ έμαθα να
λατρεύω έναν Θεό, που η αγάπη Του Τον κάνει περισσότερο να
ηττάται και να υποχωρεί παρά να νικάει και να διεκδικεί. Αυτή
η λογική και μόνον αποτελεί τον λόγο της αγάπης μου στην Εκκλησία
και το θεμέλιο της ως τώρα από ‘δω και πέρα διακονίας μου.
|
|