|
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ
ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΕΡΜΗΝΕΙΑΣ ΤΟΥ ΛΗΜΜΑΤΟΣ “ΚΑΝΝΑΒΟΣ“
και συναφή.
ΣΤΑ ΛΕΞΙΚΑ Η ΛΕΞΗ ΑΝΕΥΡΙΣΚΕΤΑΙ ΜΕ ΔΥΟ
“Ν”
ΚΑΙ ΜΟΝΟ ΣΕ ΜΙΑ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΑΝΑΦΕΡΕΤΑΙ ΚΑΙ Η ΟΡΘΟΤΗΤΑ ΜΕ
ΕΝΑ “Ν”
H.LIDDELL-R.SCOTT A.KΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΟΥ (τ.2 Σ.596)
κάννα ή κάννη, η κάλαμος (μτφ σε λατινικά
canna, σωλήν) Κρατίνος εν <<Πυτίνη>>,Πολυδ.Ι'184,
Αριστοφ.Σφ.394.
ΛΕΞΙΚΟ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ Γ.ΜΠΑΜΠΙΝΙΩΤΗ
(σ.835 εκδ.1998)
κάνναβη φυτό
που μπορεί να φτάσει σε τέσσερα μέτρα ύψος, από τις ίνες των
βλαστών του οποίου κατασκευάζονται κλωστές , σχοινιά, νήματα
για στεγανοποίηση σε υδραυλικές εγκαταστάσεις κ.ά. Από τους
αδένες των φύλλων και των άκρων των κλαδιών μιας ποικιλίας
καννάβεως παράγεται το χασίς , ενώ από τα άλλα μέρη του βγαίνει
η μαριχουάνα : ινδική.
κανναβούρι ο
καρπός του φυτού της καννάβεως, ο οποίος χρησιμοποιείται ως
τροφή για ωδικά πτηνά.
(αρχ.) κανναβίς και κανναβόσπορος.
ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΚΟΙΝΗΣ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ –
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΕΙΟ ΠΑΝΕΠ/ΜΙΟ ΘΕΣ/ΝΙΚΗΣ (ΙΔΡ.Μ.ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΙΔΗ)
(σ.656, εκδ. 2001)
κάνναβη (αρχ.
κάνναβις) γένος αγγειόσπερμων, δικοτυλήδονων, μονοετών φυτών.
α. ινδική β. ή ήμερη.
καννάβι 1. ποικιλία
του φυτού κάνναβη. 2. κλωστική ίνα πολύ ανθεκτική.
κανναβόπανο
: κανναβάτσο, είδος χοντρού, σκληρού και αραιού υφάσματος
από ίνες κανναβιού. Πίνακας ζωγραφισμένος σε κανναβάτσο. Πέτα
φοδραρισμένα με κανναβάτσο για να μη ζαρώνουν. Τον πέταξε
στο κανναβάτσο, τον εξουδετέρωσε.
κάνναβος (αρχιτ)
χωρισμός μιας επιφάνειας για σχεδίαση, σε κανονικά τετράγωνα.
(αρχ.σημ.: σκίτσο ανθρώπινου σώματος.
ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΕΙΑ ΠΑΠΥΡΟΣ ΛΑΡΟΥΣ ΜΠΡΙΤΑΝΝΙΚΑ
- ΕΡΜΗΝΕΥΤΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΓΛΩΣΣΑΣ.
ΤΟΜΟΣ 37ος (Α΄ εκδ. σ. 470)
κανναβός αυτός
που έχει το χρώμα της κάνναβης, ανοικτός καστανόφαιος.
κάνναβος (νεοελλ)
(τοπογρ) γεωμετρικό σχήμα ενός δικτύου τετραγώνων
πάνω σε χάρτη που η σχεδίαση του αποτελεί ακριβή τρόπο καθορισμού
των κορυφών μιας πολυγωνικής οδεύσεως πάνω σε χάρτη με βάση
τις ορθογώνιες
συντεταγμένες τους. (αρχ) 1. κάνναβη 2. ξύλινος σκελετός γύρω
από τον οποίο οι ανδριαντοποιοί έπλαθαν το πρόπλασμα του αγάλματος
με πηλό ή κερί. 3. σχεδίασμα των κυριότερων μερών του ανθρωπίνου
σώματος με γραμμές που παριστάνουν τις φλέβες, (έτσι
αναφέρεται στον Αριστοτέλη) όπως στους ανατομικούς
πίνακες. 4. (μτφ.) ισχνός άνθρωπος.
__________________________________________________
Άγιος - Τίμιος Κάνναβος. Το σχοινί
που έδεσαν τον Κύριο Ημών Ιησού Χριστό, τμήμα του οποίου χάρισε
η Αγία Ελένη στη Κύπρο επιστρέφοντας από την Ιερουσαλήμ και
βρίσκεται σήμερα στην Ιερά
Μονή Σταυρού Ομόδους.
__________________________________________________
ΕΠΙΣΗΣ ΑΠΟ ΔΙΑΦΟΡΑ ΕΝΤΥΠΑ:
Κανναβός (Gyps fulvus), είδος
γυπαετού
που υπάρχει στην Ελλάδα. Φωτογραφίες Κρητικού γυπαετού
(Καστανόξανθος)
Υπάρχει και ένα σπάνιο είδος αετού στην Ελβετία με το όνομα
"Κανναβός" που δόθηκε ως δώρο από αυτοκράτορα του
Βυζαντίου. Δεν βρέθηκε σχετική βιβλιογραφία.
|
Ο αρχ. κάν(ν)αβος απαντά γραμμένος
τόσο με ένα όσο και με δύο -ν-, αλλά επειδή προέρχεται από το
αρχ. κάννα / κάννη (με παραγωγικό
επίθημα -βος), είναι προτιμότερο
να τον ορθογραφούμε με τρόπο που να συνδέει τις δύο λέξεις:
κάνναβος. Η λέξη πρωτοαπαντά στον Αριστοτέλη
και εκεί δηλώνει το «σκίτσο ανθρώπινου σώματος», ενώ σε μεταγενέστερα
κείμενα σημαίνει επίσης «σκελετός» και «ισχνός άνθρωπος». Σχετικό
site
Ας σημειωθεί ότι
η λέξη δεν έχει ετυμολογική σχέση με το μερικώς ομώνυμο αρχ.
κάνναβις, -εως, το οποίο είναι δάνειο ανατολικής προελεύσεως
(σκυθικής ή σουμεριακής).
|
|