ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ

 

 


«Ο Γέροντας Ιερώνυμος, ο Ησυχαστής της Αίγινας»
του Πέτρου Μπότση.



ΑΓΓΕΛΟΜΙΜΗΤΟΙ ΑΣΚΗΤΕΣ

Ιδιαίτερη αναφορά όμως θα πρέπει να κάνουμε σε κάποιες άγιες μορφές, που προς το τέλος του περασμένου αιώνα βοήθησαν πάρα πολύ στην πνευματική ανάταση των κατοίκων του Γκέλβερι κι επηρέασαν βαθύτατα τον π. Ιερώνυμο στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Δύο από τις μορφές αυτές ήταν :

1. Ο Μισαήλ
Ο Μισαήλ ήταν μια πατριαρχική μορφή. Ένας ασκητικός τύπος απ αυτούς που μόνο στα συναξάρια συναντάμε. Αυστηρός αλλά και πράος μαζί, έμοιαζε με προφήτη, που σέρνει απάνω του ολόκληρη παράδοση αιώνων. Συνδύαζε τον τύπο του αυστηρού προφήτη μ' αυτόν του εσωστρεφή ασκητή που περνάει όλες τις μέρες και τις νύχτες του στη προσευχή. Ήταν μια δυναμική προσωπικότητα που έπαιζε το ρόλο του πνευματικού καθοδηγητή όλων των κατοίκων του χωριού. Όπως έλεγε ο γέροντας Ιερώνυμος, «ο Μισαήλ ήταν ένας νέος αββάς Ισαάκ. Τόσο πολύ είχε προχωρήσει στην προσευχή».
Ο Μισαήλ ήταν έγγαμος αλλά δε ζούσε μαζί με τη γυναίκα του, ήταν σαν αδέλφια. Εργαζόταν για την οικογένειά του και την συντηρούσε, αλλά δεν έμενε μαζί της. Την ημέρα δούλευε μόνος του στα κτήματα. Δεν ήθελε να δουλεύει μ' άλλους μαζί, για να μην τον βλέπουν να προσεύχεται. Και την νύκτα την περνούσε προσευχόμενος σε κάποιο εξωκκλήσι ή αν γύριζε σπίτι έμενε μόνος του. Είχε μεγάλη αγάπη για την ησυχία και φλογερό πόθο για την προσευχή. Όταν προσευχόταν η καρδιά του θερμαινόταν τόσο πολύ, που ξεχνούσε τον εαυτό του. Είχε τη δύναμη να παραμένει γονατιστός και με τα χέρια υψωμένα για δύο μέρες.
Ιδιαίτερα είχε επιδοθεί στη λεγόμενη «κατανυχτική» προσευχή. Η κατανυχτική αυτή προσευχή, όπως την ονόμαζαν στο Γκέλβερι, δεν ήταν τίποτ' άλλο από την προσευχή των νηπτικών. Γονάτιζε μπροστά σε μια εικόνα ή στο ύπαιθρο και άφηνε την ψυχή του να ξεχειλίζει μπροστά στο Θεό. Σκεφτόταν τις αμαρτίες του και έχυνε άφθονα δάκρυα, από τα οποία προσδοκούσε τη λύτρωση. Συχνά ανέβαινε στο βουνό κι έμενε εκεί προσευχόμενος ως το βράδυ. Κι όταν τελείωνε, ο ιδρώτας της αγωνίας του ήταν τόσος πολύς, ώστε όπως έλεγε ο γέροντας Ιερώνυμος, «αν έστυβες τη φανέλα του θα έβγαζε μια οκά νερό».
Στην εκκλησία που πήγαινε, κατά τη διάρκεια της θείας λειτουργίας, δεν έμπαινε στο ιερό αλλά έστεκε πάντα στον πρόναο ή πίσω από κάποια κολώνα. Είχε το κεφάλι του ακουμπισμένο στο στήθος και προσευχόταν νοερά. Και πολλές φορές όταν ο ιερέας εκφωνούσε το «εξαιρέτως», απερχόταν αθόρυβα και εξαφανιζόταν. Όπως αποδείχτηκε αργότερα, πήγαινε σε κάποιο ξωκκλήσι για να συνεχίσει την προσευχή του ως το βράδυ.
Πολλοί που τον έβλεπαν να φεύγει πριν καλά καλά να τελειώσει η θεία λειτουργία παραξενεύονταν και αναρωτιούνταν που να πηγαίνει και τι να κάνει. Μια Κυριακή λοιπόν, μόλις έφυγε ο Μισαήλ από την εκκλησία, τον ακολούθησαν διακριτικά και από μακριά μερικές γυναίκες για να δούν που θα πάει. Εκείνος πήρε ένα μονοπάτι και σε λίγη ώρα έφθασε σ ένα ξωκκλήσι. Λίγο αργότερα έφθασαν εκεί και οι γυναίκες που τον ακολουθούσαν και στάθηκαν αθόρυβα απ' έξω. Ο Μισαήλ που δεν τις είχε αντιληφθεί, άρχισε να προσεύχεται δυνατά με λυγμούς, δάκρυα και στεναγμούς αλαλήτους. Έλεγε διάφορες προσευχές, γνωστές και αυτοσχέδιες, οτιδήποτε που θα βοηθούσε να κατανυγεί η καρδιά του. Έτσι, με το Μισαήλ μέσα να προσεύχεται δυνατά και με δάκρυα και τις γυναίκες απ' έξω να ακροώνται τη θεία του ενασχόληση, πέρασαν μερικές ώρες με θεία ανάταση και καρδιακή συντριβή.
Μόλις τέλειωσε ο Μισαήλ, βγήκε έξω. Κι όταν είδε τις γυναίκες, στενοχωρήθηκε πολύ, σχεδόν θύμωσε. Έφυγε χωρίς να τους μιλήσει. Εκείνες πάλι, μεταρσιωμένες απ τη θεία αυτή μυσταγωγία που έζησαν τόσες ώρες κοντά του, ζήλεψαν και είπαν μεταξύ τους :
- Μόνο το Μισαήλ ακούει ο Θεός ; Γιατί να μη δοκιμάσουμε κι εμείς να προσευχηθούμε όπως κι εκείνος ;
Και δόθηκαν στην προσπάθεια της προσευχής. Δεν είναι τόσο εύκολο όμως να ασχοληθείς με τη νηπτική προσευχή χωρίς να βρεθεί κάποιος να σε διδάξει. Το συνειδητοποίησαν γρήγορα αυτό κι άρχισαν να πλησιάζουν το Μισαήλ και να τον παρακαλούν να τις διδάξει την τέχνη της προσευχής. Εκείνος τις δίδασκε μεν, τους έλεγε τι πρέπει να κάνουν, αλλά δεν τους έδειχνε, δεν προσευχόταν μαζί τους. Και κείνες άρχισαν να προσεύχονται στο Θεό για να φωτίσει το Μισαήλ και να τους δείξει πρακτικά τα μυστικά της προσευχής.
Κι η απάντηση δεν άργησε να ρθει και μάλιστα θαυματουργικά. Σύντομα παρουσιάστηκε στο Μισαήλ ένας καλόγηρος και του είπε :
- Μισαήλ, πάρε τις γυναίκες που σε ακολούθησαν στο ξωκκλήσι κι όσους θέλεις και το βράδυ νάρθετε στο τάδε σπίτι που ναι κατάλληλο κι ευρύχωρο. Μόνο αδιάφορους και άσχετους ανθρώπους μην καλέσεις. Εκεί θα 'μαι κι εγώ και θα σας δείξω την κατανυκτική προσευχή.
Ο Μισαήλ αν και απόφευγε τους ανθρώπους και δεν ήθελε να προσεύχεται μαζί με άλλους, υπάκουσε. Κάλεσε τις γυναίκες και μερικούς άλλους, ανάμεσά τους και το γέροντα Ιερώνυμο, που τότε ήταν μικρό παιδί και το βράδυ βρέθηκαν όλοι μαζί στον προορισμένο τόπο. Ο καλόγερος άρχισε τότε να προσεύχεται με λυγμούς και δάκρυα πολλά, που έκαναν και όλους τους άλλους να κλαίνε. Έλεγε διάφορες προσευχές και λόγια κατανυκτικά, που έβγαιναν από την καρδιά του με πόθο και πίστη και φανέρωναν τη μεγάλη του αγάπη για το Θεό. Αυτό κράτησε όλη νύχτα κι επαναλήφθηκε για δεύτερη και τρίτη φορά. Προς το τέλος της τρίτης νύχτας, μόλις είχε τελειώσει την προσευχή του κι αφού συμβούλεψε το Μισαήλ να συνεχίσει εκείνος να διδάσκει τους χριστιανούς, χάθηκε μπροστά στα μάτια τους. Φαίνεται πως ήταν άγγελος του Θεού ή άγιος. Από τότε ο Μισαήλ άρχισε να διδάσκει την κατανυκτική προσευχή και τα βράδια μαζεύονταν όλοι σε διάφορα σπίτια και προσεύχονταν.
Ο Μισαήλ είχε μια θυγατέρα, που είχε μεγάλη κλίση στην πνευματική ζωή. Γνήσιο παιδί του πατέρα της, κληρονόμησε από κείνον όλες τις αρετές του και είχε ιδιαίτερη επίδοση στην κατανυκτική προσευχή. Αν και ήταν πολύ νέα στην ηλικία, άρχισαν σιγά σιγά να μαζεύονται κοντά τις διάφορες γυναίκες και κείνη τις δίδασκε, τις καθοδηγούσε κι έκαναν μαζί κατανυκτική προσευχή. Με τον καιρό, όταν η ομήγυρη μαζεύονταν σε κάποιο σπίτι να προσευχηθεί, χώριζε σε δύο ομάδες. Ο Μισαήλ με τους άνδρες προσεύχονταν σ' ένα δωμάτιο κι η κόρη του με τις γυναίκες σ ένα άλλο. Ήταν η παρηγοριά όλων των γυναικών στο Γκέλβερι η κόρη του Μισαήλ, όπως εκείνος ήταν για τους άνδρες.
Όταν η κόρη του Μισαήλ έφθασε στην ηλικία των 18-20 ετών, αρρώστησε βαριά. Όλοι οι κάτοικοι του χωριού και κυρίως οι γυναίκες άρχισαν να ανησυχούν. Αν πάθαινε κάτι, έχαναν τη μοναδική τους παρηγοριά. Τι να κάνουν; Ρίχτηκαν στην προσευχή. Παρακαλούσαν μέρα νύχτα το Θεό να την κάνει καλά, γιατί στις δύσκολες μέρες που περνούσαν, ήταν η μοναδική τους παρηγοριά, ο άνθρωπος που τις καθοδηγούσε, ο σύνδεσμός τους με το Θεό. Η κατάστασή της όμως όλο και χειροτέρευε.
Στην απόγνωσή τους όμως σκέφτηκαν να καταφύγουν στον πατέρα της, το Μισαήλ. Γνώριζαν τη δύναμη της προσευχής του και την παρρησία που είχε στο Θεό και τον παρακάλεσαν να προσευχηθεί για την κόρη του.
- Σε παρακαλούμε, του έλεγαν, προσευχήσου στο Θεό να την κάνει καλά. Δε σου λέμε να κάνεις ιδιαίτερη προσευχή επειδή είναι κόρη σου αλλά για μας, που αν τη στερηθούμε θα μείνουμε απαρηγόρητες. Έχουμε τόσα βάσανα και τόσες στεναχώριες, που αν χάσουμε τη μοναδική μας βοήθεια και το στήριγμά μας θα μας κυριεύσει η απελπισία.
Ο Μισαήλ στην αρχή δεν ήθελε να υποκύψει, για να μην θεωρηθεί ότι της είχε ιδιαίτερη αδυναμία επειδή ήταν κόρη του. Ο νους του ήταν δεμένος αποκλειστικά με το Θεό, όλους τους άλλους ανθρώπους τους είχε ίσους στην καρδιά του. Στις επίμονες παρακλήσεις των γυναικών όμως η καρδιά του κάμφθηκε. Έτσι, κατά τη συνήθειά του, ανέβηκε μια Πέμπτη πρωί, πριν ξημερώσει, στο βουνό.
Γονάτισε, σήκωσε τα χέρια του ψηλά και άρχισε την προσευχή. Πυρπολημένος από θείο έρωτα παρέμεινε «τη προσευχή και δεήσει», από «φυλακής πρωίας μέχρι νυκτός». Ανάμεσα στ' άλλα κι ενώ ο ιδρώτας έτρεχε απ το πρόσωπό του, μίλησε στο Θεό για την κόρη του, όχι επειδή την πονούσε σαν πατέρας της, αλλ επειδή του είπαν ότι είναι στήριγμα και παρηγοριά στους χριστιανούς.
Ξαφνικά, εκεί που βρισκόταν αφοσιωμένος στην προσευχή, αποξενωμένος από τα εγκόσμια, κι η ψυχή του είχε αρπαγεί στα ουράνια, ακούει μέσα του μια λεπτή, θεία φωνή να του λέει :
- Δίνεις εγγύηση για την κόρη σου ;
- Όχι, Κύριε, δεν μπορώ να δώσω εγγύηση. Είμαι αμαρτωλός και γνωρίζω το τρεπτόν του ανθρώπου. Σήμερα η κόρη μου αγωνίζεται και εργάζεται στο θέλημά Σου. Αύριο όμως; Πως μπορώ να εγγυηθώ; Γενηθήτω το θέλημά Σου!
Η επίσκεψη αυτή που τον αξίωσε ο Θεός να δεχτεί, τον ηρέμησε. Πλημμύρισε ολόκληρος από μια ουράνια γαλήνη και συνέχισε τη θεία του ενασχόληση με ακόμα μεγαλύτερο ζήλο. Και προς το τέλος της ημέρας κατέφθασε ένας αγγελιαφόρος να τον ειδοποιήσει πως η κόρη του αναπαύτηκε και ότι πρέπει να σπεύσει για τον ενταφιασμό της.
Προειδοποιημένος ο Μισαήλ, δέχτηκε το μήνυμα με ηρεμία και κάποια ανακούφιση. Είχε βαθιά πίστη στο Θεό και στην ανάσταση των νεκρών και δεν επέτρεψε στον εαυτό του να κλάψει για τον πρόσκαιρο χωρισμό της κόρης του. Η χαρά του για τη σωτηρία της, που με θαυμαστό τρόπο του απεκάλυψε ο Θεός, ξεπέρασε και αυτήν ακόμα την λύπη του για τον θάνατό της. Και αφού έκανε μια προσευχή ευχαριστίας στο Θεό, ξεκίνησε μαζί με τον αγγελιαφόρο για το χωριό.
Αυτός ήταν ο Μισαήλ με λίγα λόγια, όσα κατά καιρούς μας διηγόταν γι αυτόν ο γέροντας Ιερώνυμος, που έτρεφε πολύ μεγάλη ευλάβεια για το πρόσωπό του. «Τέτοιους ανθρώπους δεν βρίσκεις σήμερα», έλεγε, «ήταν ένας άλλος αββάς Ισαάκ. Ήταν λιγομίλητος, ταπεινός, αγαπούσε την ησυχία και είχε βαθιά συναίσθηση της αμαρτωλότητάς του,. Ποτέ δεν άφηνε άνθρωπον να τον επαινέσει. Κι αν τολμούσε κανείς να του πει κάποια καλή κουβέντα, ήταν ικανός ο Μισαήλ να μην του ξαναμιλήσει ποτέ».

2. Ο π. Ιωάννης
Σε μια από τις εκκλησίες του χωριού λειτουργούσε κάποιος παπάς, που τον έλεγαν Ιωάννη. Ήταν οικογενειάρχης. Τις καθημερινές πήγαινε στα χωράφια, τις Κυριακές και γιορτές λειτουργούσε στην εκκλησία. Ήταν πολύ απλός, ταπεινός, ατημέλητος. Αν τον έβλεπες στον δρόμο, δεν του 'δινες και πολλή σημασία. Αν όμως τον γνώριζες από κοντά, έβλεπες πως πρόκειται για άνθρωπο πνευματικό με σπάνια χαρίσματα. Κυρίως τον διέκρινε το χάρισμα της προσευχής. Φαίνεται πως στα μέρη της Ανατολής η προσευχή ήταν ένα λουλούδι που ευδοκιμούσε πάρα πολύ.
Γι' αυτόν λοιπόν τον π. Ιωάννη ο γέροντας Ιερώνυμος μας διηγόταν πράγματα θαυμαστά, που μόνο στους παλιούς ασκητές με τη φλογερή πίστη μπορούσε να συναντήσει κανείς. Το χαρακτηριστικότερο γεγονός, που σημάδεψε την παρουσία του στο Γκέλβερι, ήταν το εξής:
Όταν λειτουργούσε, πάντα σχεδόν δάκρυζε, αναστέναζε και πολλές φορές δεν μπορούσε να συγκρατήσει τους λυγμούς. Τόση πίστη είχε και τόσο έντονα ζούσε το μυστήριο της θείας ευχαριστίας! Όταν όμως έφθανε στην ώρα του καθαγιασμού των τιμίων δώρων, η συγκίνηση του κορυφωνόταν. Οι ψαλτάδες τέλειωναν το «Σε υμνούμεν..», που το έψελναν όσο πιο μακρόσυρτα μπορούσαν, και μέσα απ το ιερό ακούγονταν ακόμα οι προσευχές και οι αναστεναγμοί του ιερέα. Ξανάρχισαν το «Σε υμνούμεν..», το έλεγαν ξανά. Συχνά έπρεπε να το επαναλάβουν πέντε-έξι φορές μέχρι να τελειώσει ο π. Ιωάννης και να εκφωνήσει το «Εξαιρέτως..». Όταν η καθυστέρηση αυτή για την εκφώνηση του «Εξαιρέτως..» επαναλήφθηκε μερικές Κυριακές, οι ψαλτάδες άρχισαν να ρίχονται σε αμηχανία. Δεν ήξεραν τι να κάνουν. Δεν μπορούσαν να πουν και τίποτε άλλο, π.χ. πολυέλαιο, γιατί το αιδέσιμο της στιγμής δεν το επέτρεπε. Δεν τολμούσαν όμως και να κάνουν την παρατήρηση στον ιερέα, γιατί τον σέβονταν πολύ. Μια μέρα λοιπόν λένε στους επιτρόπους το πρόβλημά τους.
- Ο ιερέας αργεί πολύ να τελειώσει την ευχή κατά την ώρα του καθαγιασμού των τιμίων δώρων και μείς ερχόμαστε σε αμηχανία. Ψάλλουμε και ξαναψάλλουμε το «Σε υμνούμεν..» αλλά έτσι, νομίζουμε, γίνεται χασμωδία. Δεν του λέτε να συντομεύσει όσο γίνεται;
Οι επίτροποι διαβίβασαν την παράκληση των ψαλτών στον ιερέα. Εκείνος τους απάντησε :
- Πώς μπορώ να τελειώσω νωρίτερα; Αυτό δεν εξαρτάται από μένα. Μόλις αρχίσω να διαβάζω την ευχή, η αγία τράπεζα κυκλώνεται από θείο πύρ, που φθάνει τα 2-3 μέτρα ύψος. Κι εγώ δεν μπορώ να πλησιάσω. Πέφτω καταγής και προσεύχομαι, ως ότου ευδοκήσει ο Θεός ν αποσυρθεί το θείο αυτό πύρ ή πολλές φορές να χωριστεί στα δύο και τότε εισέρχομαι και συνεχίζω την ευχή «και ποίησον τον άρτον τούτον..» κλπ.
Οι ψαλτάδες όταν τα άκουσαν αυτά, θαύμασαν την αγιότητα του ιερέα τους. Και δεν τόλμησαν να τον ξαναενοχλήσουν. Συνέχισαν έτσι να ψάλλουν, όσο πιο αργά μπορούσαν, το «Σε υμνούμεν..». Και το επαναλάμβαναν όσες φορές χρειαζόταν για να τελειώσει εκείνος την ευχή, προσπαθώντας να νοιώσουν κάποια συντριβή από τα τελούμενα στο Ιερό.
Ο π. Ιωάννης, αν και ήταν απλός, επιβλήθηκε με την αγιότητά του. Στην εκκλησία του άρχισαν να συρρέουν πλήθη πιστών. Πολλές φορές έρχονταν χριστιανοί από άλλα γειτονικά χωριά για να παρακολουθήσουν την λειτουργία του. Υπήρχαν περιπτώσεις που μαζεύονταν στην εκκλησία του περισσότεροι από χίλιους χριστιανοί! Όλοι κατανύγονταν πολύ και έκλαιγαν. Όταν τέλειωνε η θεία λειτουργία, δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο να δει κανείς το δάπεδο της εκκλησίας υγρό από τα δάκρυά τους.


Για να προσεγγίσουμε κάπως περισσότερο και να εισχωρήσουμε βαθύτερα στο πνευματικό κλίμα που επικρατούσε στο Γκέλβερι, άς αφήσουμε τον ίδιο τον γέροντα Ιερώνυμο να μας διηγηθεί για τους ανθρώπους της εποχής του :
«Οι άνθρωποι στην πατρίδα μου είχαν πολύ ζήλο στα Θεία. Ήταν αγνοί και πολύ ευλαβείς. Είχαν φόβο και μεγάλη αγάπη για το Θεό. Στις αγρυπνίες, το πάτωμα γέμιζε δάκρυα. Τα παιδιά είχαμε ευσέβεια, αγάπη και υπακοή στους γονείς και σεβασμό στους ξένους. Στο σχολείο οι δάσκαλοι πρώτα μας μάθαιναν την ευσέβεια και την αγάπη στο Θεό και στην πατρίδα κι έπειτα στα γράμματα. Οι θρησκευτικές γιορτές μας είχαν μεγαλοπρέπεια. Κι όλοι παρακαλούσαμε πότε θα 'ρθουν. Εγώ τα αγαπούσα όλα αυτά, είχα μεγάλο ζήλο, ιδιαίτερα προς τα θεία, από μικρό παιδί. Όταν ήρθαμε στη Ελλάδα, μετά την ανταλλαγή, σκανδαλιστήκαμε πολύ. Είχαμε την εντύπωση ότι στη χώρα αυτή δεν κατοικούν ούτε καν Χριστιανοί. Οι άνθρωποι βλασφημούσαν, τραγουδούσαν κοσμικά τραγούδια, ντύνονταν άσεμνα, δε νήστευαν και δεν εκκλησιάζονταν. Αμάν, είπαμε, που ήρθαμε; Αν ήταν δυνατό να παίρναμε αμέσως το καράβι και να γυρίζαμε πίσω, στην Ανατολή. Εκεί τα χωριά μας ήταν σαν μοναστήρια. Όλοι νήστευαν, προσεύχονταν κι' έτρεχαν στις εκκλησίες. Οι νέοι στα χωράφια και οι νέες στο σπίτι κάνοντας τις δουλειές τους σιγόψελναν διαφόρους ψαλμούς, αντί να τραγουδούν άσεμνα τραγούδια όπως εδώ. Ούτε κι έβλεπες γυναίκες με ακάλυπτη κεφαλή και κοντά μανίκια. Εδώ όμως όλα είναι διαφορετικά. Κι όσο περνάει ο καιρός τόσο βαδίζουμε στο χειρότερο.»

(Το πρωτότυπο κείμενο στο βιβλίο είναι με πολυτονικό)